κυναγός

κυναγός
κυνᾱγός , κυναγός
hound-leader
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυναγός — κυναγός, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κυνηγός …   Dictionary of Greek

  • κυνηγός — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Οικισμός (19 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Προυσού. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 361 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας.… …   Dictionary of Greek

  • κυναγοί — κυνᾱγοί , κυναγός hound leader masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυναγοῦ — κυνᾱγοῦ , κυναγός hound leader masc/fem gen sg κυνᾱγοῦ , κυνηγέω hunt pres imperat mp 2nd sg (attic doric) κυνᾱγοῦ , κυνηγέω hunt imperf ind mp 2nd sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυναγέ — κυνᾱγέ , κυναγός hound leader masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυναγόν — κυνᾱγόν , κυναγός hound leader masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυναγώς — κυνᾱγώς , κυναγός hound leader masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”